ἁγνείας

ἁγνείας
ἁγνείᾱς , ἁγνεία
purity
fem acc pl
ἁγνείᾱς , ἁγνεία
purity
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγνείας, πείρα — Ο έλεγχος της παρθενιάς ή της συζυγικής πίστης της γυναίκας. Η π.α. απασχόλησε την ανθρωπότητα από τα πανάρχαια χρόνια. Πρώτοι που υπέβαλαν τις γυναίκες σε έλεγχο για να αποδείξουν την αγνότητά τους ήταν οι Βαβυλώνιοι. Το έθιμο παρέλαβαν απο… …   Dictionary of Greek

  • αγνείας, ζώνη — Η ζώνη που χρησιμοποιούσαν στην περίοδο κυρίως των Σταυροφοριών οι άντρες, για να είναι βέβαιοι για την αγνότητα των συζύγων τους κατά την απουσία τους στις εκστρατείες. Η ζώνη αυτή κάλυπτε τα γεννητικά όργανα της γυναίκας και ασφαλιζόταν με… …   Dictionary of Greek

  • The Ladder of Divine Ascent — or Ladder of Paradise (Κλίμαξ; Scala or Climax Paradisi ) is an important work for monasticism in Eastern Christianity, composed by John Climacus in ca. AD 600, at the request of John, Abbot of Raithu, a monastery situated on the shores of the… …   Wikipedia

  • несъвѣдѣниѥ — НЕСЪВѢДѢНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Неведение, незнание: ан҃глъ... ѿтрѧсеть пламень похотии ѿ ср(д)ць и створить въ д҃шахъ нашихъ. ˫ако д҃хъ росенъ шюмѧщь несведени˫а золъ. (τῆς ἁγνείας!) ФСт XIV, 123г. Ср. съвѣдѣниѥ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… …   Dictionary of Greek

  • αναγνεία — ἀναγνεία, η (Α) [ἁγνεία] έλλειψη αγνείας ή αγνότητας, ανοσιότητα, κακούργημα …   Dictionary of Greek

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • ελεγμός — ἐλεγμός, ο (AM) έλεγχος, επιτίμηση, μομφή αρχ. μσν. (στους Ιουδαίους) δοκιμασία και απόδειξη τής αγνείας τών γυναικών …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • Αδαμαντίου, Αδαμάντιος — (1875 – 1937). Βυζαντινολόγος, καθηγητής της ιστορίας της βυζαντινής τέχνης στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η καταγωγή του ήταν από τη Μεσσηνία. Τo 1900 παρακολούθησε ως κρατικός υπότροφος μαθήματα βυζαντινών σπουδών στο Παρίσι. Το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”